Φρειδερίκος

Φρειδερίκος
I
Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων.
1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236-46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε ρήξη, όχι μόνο με τους γείτονές του ηγεμόνες της Βοημίας και της Ουγγαρίας, αλλά και με πολλούς ευγενείς της χώρας του, που επαναστάτησαν εναντίον του. Ανάλογη συμπεριφορά τήρησε και προς την οικογένειά του. Έδιωξε την πρώτη του σύζυγο, δήμευσε την περιουσία της μητέρας του και πήρε αυστηρά μέτρα εναντίον του λαού του. Λίγο αργότερα, νικήθηκε στον πόλεμο εναντίον του Γερμανού αυτοκράτορα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του. Στη συνέχεια αποκατέστησε τις σχέσεις μαζί του και ανέκτησε την εξουσία. Το 1241 βοήθησε τους Ούγγρους να αποκρούσουν τους Μογγόλους επιδρομείς αλλά έπειτα επιτέθηκε και εναντίον τους ζητώντας να του δώσουν ανταλλάγματα για τη βοήθεια που τους προσέφερε. Το 1246 νίκησε τον δούκα Ουλρίχο της Καρινθίας, που είχε επιτεθεί εναντίον της Αυστρίας και τον αιχμαλώτισε. Την ίδια χρονιά, στη μάχη που έγινε στις όχθες του ποταμού Λέιθα εναντίον του βασιλιά Μπέλα της Ουγγαρίας, σκοτώθηκε. Με τον θάνατό του εξαφανίστηκε και ο οίκος των Μπάμπενμπεργκ.
2. Φ. Γ’ ο Ωραίος. Μέγας δούκας της Αυστρίας (1306-30). Ήταν γιος του αυτοκράτορα της Γερμανίας και ιδρυτή της δυναστείας των Αψβούργων Αλβέρτου Γ’. Το 1306 ονομάστηκε δούκας της Αυστρίας και της Στυρίας και μετά τη δολοφονία του πατέρα του (1308), κληρονόμησε τις κτήσεις του, τις οποίες κυβέρνησε στο όνομα και των μικρότερων αδελφών του, Λεοπόλδου και Αλβέρτου. Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ερρίκου Z’, πρόβαλε ως απαιτητής του θρόνου με αποτέλεσμα να έρθει σε ρήξη με τον παλιό του φίλο Λουδοβίκο της Βαβαρίας. Στην ψηφοφορία των εκλεκτόρων που ακολούθησε, 3 τάχθηκαν με το μέρος του Φ. και 3 υπέρ του Λουδοβίκου, ο οποίος τελικά με την ψήφο του αρχιεπισκόπου Μαγεντίας, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ο Φ. δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και στέφτηκε στη Βόνη. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε σύγκρουση τους δύο απαιτητές του θρόνου, η οποία διήρκεσε 8 χρόνια. Παρά τις πρώτες επιτυχίες του, ο Φ. νικήθηκε στη μάχη του Μίλντορφ και αιχμαλωτίστηκε μαζί με 1.300 ιππείς του (1322). Τρία χρόνια αργότερα ο Λουδοβίκος τον άφησε ελεύθερο, με τον όρο να πείσει τους αδελφούς του, που συνέχιζαν τις εχθροπραξίες και κατόρθωσαν να ξεσηκώσουν εναντίον του τον πάπα και τη Γαλλία, να παραιτηθούν από τις αξιώσεις τους για τον θρόνο της Γερμανίας. Ο Φ. δεν πέτυχε στην αποστολή του και, πιστός στην υπόσχεσή του, γύρισε και ζήτησε από τον αυτοκράτορα να κρατηθεί ως αιχμάλωτος και πάλι. Ο Λουδοβίκος συγκινήθηκε βαθιά από τη συμπεριφορά αυτή του παλιού φίλου του, τον ελευθέρωσε και τον ανακήρυξε συγκυβερνήτη του. Οι εκλέκτορες όμως αρνήθηκαν να δεχτούν την αυτοκρατορική αυτή πράξη, αλλά τελικά συμφώνησαν στο Ουλμ (1326) να κυβερνήσει ο Φ. τη Γερμανία με τον τίτλο του βασιλιά των Ρωμαίων ο δε Λουδοβίκος να στεφθεί αυτοκράτορας στη Ρώμη. Στο μεταξύ πέθανε ο αδελφός του Φ. Λεοπόλδος και η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε, μιας και ο Φ. αποσύρθηκε στην Αυστρία και ανέλαβε τη διακυβέρνησή της. Η στάση του Φ. απέναντι στον Λουδοβίκο έδωσε αφορμή στον Σίλερ να γράψει το ωραίο ποίημά του Deutsche Treue και στον Ούλαντ το δράμα Λουδοβίκος της Βαυαρίας.
3. Φ. A’. Μέγας δούκας της Βάδης (1858-1907). Ήταν δευτερότοκος γιος του μεγάλου δούκα Λεοπόλδου, τον οποίο διαδέχτηκε το 1852 ως επίτροπος αρχικά του μεγαλύτερου αδελφού του, του διάδοχου Λουδοβίκου, ο οποίος ήταν διανοητικά άρρωστος, μετά δε τον θάνατό του (1858) ως μέγας δούκας. Η πρώτη περίοδος της εξουσίας του ήταν δύσκολη επειδή ο καθολικός κλήρος πρόβαλε έντονες αντιδράσεις. Το 1856 παντρεύτηκε τη Λουίζα, κόρη του τότε πρίγκιπα Γουλιέλμου της Πρωσίας και μετέπειτα αυτοκράτορα της Γερμανίας. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, υποχρεώθηκε από τότε να ταχθεί με το μέρος της Πρωσίας, την οποία υποστήριξε στο συνέδριο της Φρανκφούρτης το 1863 και αργότερα στους πολέμους του 1866 και 1870.
4. Φ. B’ (1857 – 1928). Μέγας δούκας της Βάδης (1907-18). Γιος του προηγούμενου. Κατατάχθηκε στον στρατό και το 1907, όταν ο πατέρας του πέθανε, ανέβηκε στον θρόνο. Στη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου πολέμου ήταν διοικητής σώματος στρατού, αλλά το 1918 υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο και να ζήσει μακριά από την πολιτική και το στράτευμα.
5. Φ. A’. Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου (1411-40). Ήταν γιος του Φρειδερίκου E’ των Χοεντζόλερν, βουργράβου της Νυρεμβέργης, τον οποίο και διαδέχτηκε. Το 1396 πολέμησε εναντίον των Τούρκων στη Νικόπολη και το 1400 πήρε μέρος στην επιχείρηση εκθρόνισης του βασιλιά Βέντσελ. Το 1409 βοήθησε τον βασιλιά Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας να καταστείλει την επανάσταση των φεουδαρχών του και ήταν ο κυριότερος παράγοντας της ανακήρυξης του τελευταίου ως αυτοκράτορα (1410). Σε αντάλλαγμα ο Σιγισμούνδος τού παραχώρησε τη διακυβέρνηση του Βρανδεμβούργου. Το 1415 η κυριαρχία του Φ. στο Βρανδεμβούργο έγινε κληρονομική, αυτός δε και οι απόγονοί του πήραν από τότε τον τίτλο του εκλέκτορα. Στο μεταξύ ο αυτοκράτορας τον χρησιμοποιούσε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις και το 1421 τον διόρισε επικεφαλή των γερμανικών στρατευμάτων στον πόλεμο εναντίον των Ουσσιτών, στη διάρκεια του οποίου νικήθηκε πολλές φορές. Μετά τον θάνατο του Σιγισμούνδου, αποπειράθηκε να ανακηρυχθεί βασιλιάς, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Ο Φ. A’ ήταν προικισμένος με μεγάλες στρατιωτικές και πολιτικές ικανότητες και θεωρούνταν ένας από τους περισσότερο μορφωμένους ηγεμόνες της εποχής του.
6. Φ. B’ o Σιδηρούς. Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου (1440-1471). Γιος και διάδοχος του προηγούμενου, σε ηλικία 8 χρονών παντρεύτηκε με Πολωνίδα πριγκίπισσα και μεγάλωσε στην Πολωνία, με τελικό σκοπό να γίνει διάδοχος του πολωνικού στέμματος. Μετά τον θάνατο του πατέρα του όμως γύρισε στο Βρανδεμβούργο και τον διαδέχτηκε στην εξουσία. Το κυριότερο από τα έργα του Φ. B’ είναι η ίδρυση της πόλης του Βερολίνου. Το 1455 αγόρασε το Κότμπους και την κομητεία του Βερνιγκερόντε και το 1468 επιχείρησε να καταλάβει την Πομερανία, αλλά απέτυχε. Το 1470 παραιτήθηκε υπέρ του αδελφού του Αλβέρτου Αχιλλέα και αποσύρθηκε από την πολιτική.
7. Φ. A’ (1425 – 1476). Εκλέκτορας του Παλατινάτου. Δευτερότοκος γιος του εκλέκτορα Λουδοβίκου Γ’, παραχώρησε στον αδελφό του εκλέκτορα Λουδοβίκο Δ’ τα εδάφη που κληρονόμησε και, όταν αυτός πέθανε, κυβέρνησε το Παλατινάτο ως επίτροπος του ανιψιού του Φιλίππου. Μετά την ενηλικίωση του τελευταίου, αρνήθηκε να του παραδώσει την εξουσία, δηλώνοντας ότι θα την κρατήσει έως τον θάνατό του. Παράλληλα υποσχέθηκε να μην παντρευτεί, έτσι ώστε μετά τον θάνατό του να τον διαδεχτεί ο ανιψιός του Φίλιππος. Ο αυτοκράτορας αρνήθηκε να εγκρίνει τα σχέδιά του αλλά παρ’ όλα αυτά ο Φ. εξακολουθούσε να είναι ο πραγματικός εκλέκτορας του Παλατινάτου. Λίγο αργότερα κατόρθωσε να υποτάξει τους επαναστάτες του Άνω Παλατινάτου και τους κόμητες του Λούτσελσταϊν, των οποίων κυρίευσε και τις κτήσεις. Στη συνέχεια κυριάρχησε στους κόμητες του Μπέλντεντς και υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Βάδεν και τη Μαγεντία. Τέλος, νίκησε και τους Γερμανούς σε πόλεμο που ξέσπασε, εξαιτίας του αρχιεπισκόπου της Μαγεντίας.
8. Φ. B’. Εκλέκτορας του Παλατινάτου (1544-56). Γιος του εκλέκτορα Φιλίππου, υπηρέτησε αρχικά ως διπλωμάτης και στρατιωτικός τους Αψβούργους και διακρίθηκε στους πολέμους του αυτοκράτορα εναντίον των Τούρκων από το 1502 έως το 1532. Στον θρόνο του Παλατινάτου διαδέχτηκε τον αδελφό του Λουδοβίκο και στη διάρκεια της εξουσίας του καθιέρωσε τον λουθηρανισμό και ίδρυσε το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.
9. Φ. Γ’ (1515 – 1576). Εκλέκτορας του Παλατινάτου. Γνωστός και με την επωνυμία ο Ευσεβής, το 1539 παντρεύτηκε την κόρη του μαργράβου Καζιμίρου ντε Κούλμπαχ, με την προτροπή του οποίου ασπάστηκε τον λουθηρανισμό. Το 1557 ανέλαβε τη διακυβέρνηση της κομητείας του Πφαλτς - Λίμερν και 2 χρόνια αργότερα ανακηρύχθηκε εκλέκτορας του Παλατινάτου. Φανατικός οπαδός της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, πήρε ενεργό μέρος στη σύναξη της Κατήχησης της Χαϊδελβέργης. Επιπλέον, είχε σχέσεις με τους μεταρρυθμιστές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και της Αγγλίας, τους οποίους ενίσχυε με κάθε τρόπο.
10. Φ. Δ’. Εκλέκτορας του Παλατινάτου (1592-1610). Ήταν γιος του Λουδοβίκου και ανιψιός του Φρειδερίκου Γ’ του Ευσεβή. Ανακηρύχθηκε εκλέκτορας μετά τον θάνατο του πατέρα του (1583), αλλά με την κηδεμονία του θείου του Ιωάννη Καζιμίρου. Χωρίς τελικά να ενηλικιωθεί ανέλαβε το 1592 μόνος του τη διακυβέρνηση της χώρας του, στη διάρκεια της οποίας υποστήριξε τους Καλβινιστές. Το 1608 οργάνωσε τη γνωστή ως Ευαγγελική Ένωση των γερμανικών Εκκλησιών.
11. Φ. E’. Εκλέκτορας του Παλατινάτου και βασιλιάς της Βοημίας (1610-20). Γιος του προηγούμενου, ανέλαβε τη διακυβέρνηση του Παλατινάτου υπό την κηδεμονία του κόμη του Τσβάιμπρουκεν Ιωάννη Δ’. Το 1613 παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Αγγλίας Ιάκωβου A’ Ισαβέλα με την προτροπή της οποίας τέθηκε επικεφαλής των διαμαρτυρομένων στη Γερμανία. Το 1619 εξελέγη βασιλιάς της Βοημίας και παρότι στην αρχή δίσταζε να δεχτεί το στέμμα, τελικά, με την επέμβαση του θείου του και του πεθερού του, πείστηκε και στέφθηκε την ίδια χρονιά στην Πράγα. Τον επόμενο χρόνο δέχτηκε επίθεση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, νικήθηκε στη μάχη του Βάισεν Μπέργκε και αιχμαλωτίστηκε. Λίγο αργότερα δραπέτευσε και πήγε στην Ολλανδία. Το 1622, όταν ο Ερνέστος Μάνσφελντ νίκησε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, ο Φ. γύρισε στη Βοημία από όπου όμως, σύντομα εξαναγκάστηκε και πάλι να φύγει.
12. Φ. A’. Εκλέκτορας της Σαξονίας (1420-28). Γιος του λανδγράβου και μαργράβου Φρειδερίκου του Αυστηρού και της κόμισσας Αικατερίνης ντε Ένεμπεργκ, κληρονόμησε από τον πατέρα του το Όστερλαντ, τη μαρκιωνία του Λάντσμπεργκ, την περιοχή του Πλάισεν και διάφορες πόλεις της Θουριγγίας και του Φόιτλαντ. Ήταν ικανός πολεμιστής και το 1391 διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον των Λιθουανών, στον οποίο πήρε μέρος ως σύμμαχος των Τευτόνων ιπποτών. Το 1402 παντρεύτηκε την Αικατερίνη της Βρουνσβίκης και το 1407 αναμείχθηκε στους αιματηρούς πολέμους για τη διαδοχή του θείου του Γουλιέλμου της Μισνίας, οι οποίοι έληξαν το 1410 με την υπογραφή συνθήκης, σύμφωνα με την οποία ο Φ. και οι αδελφοί του πήραν το βόρειο τμήμα της Μισνίας. Το 1420 υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τους Ουσίτες, οι οποίοι απειλούσαν τις κτήσεις του. Εκείνη τη χρονιά, ο αυτοκράτορας Σιγισμούνδος, πιστεύοντας ότι ο Φ. ήταν ο καλύτερος υποτελής του και ο καταλληλότερος να αποκρούσει τους επιδρομείς, του παραχώρησε τον τίτλο του δούκα και εκλέκτορα της Σαξονίας. Οι υπόλοιποι Γερμανοί ηγεμόνες έδειξαν απροθυμία να πολεμήσουν στο πλευρό του αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα, στη μεγάλη μάχη κοντά στο Μπρουξ, ο στρατός του να αποδεκατιστεί. Στις δύσκολες αυτές περιστάσεις, η σύζυγος του Φ. οργάνωσε πραγματική σταυροφορία και γρήγορα συγκεντρώθηκαν από την καθολική Γερμανία περίπου 20.000 πολεμιστές. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν όμως οι επιτυχίες των Ουσιτών επαναλήφθησαν. Λίγο αργότερα ο Φ. πέθανε από τη λύπη του.
13. Φ. B’. Εκλέκτορας της Σαξονίας (1428-1464). Γιος και διάδοχος του προηγούμενου, ήταν στην αρχή επίτροπος των 3 ανήλικων αδελφών του Σιγισμούνδου, Ερρίκου και Γουλιέλμου. Όταν το 1435 πέθανε ο Ερρίκος, προκλήθηκε ρήξη ανάμεσα στους Φ. και Γουλιέλμο από τη μια και τον Σιγισμούνδο από την άλλη, που ήταν δυσαρεστημένος από τη διανομή της αδελφικής κληρονομιάς. Ξέσπασε έτσι εμφύλιος πόλεμος, που έληξε με νίκη του Φ. και του Γουλιέλμου, οι οποίοι περιόρισαν τον αντίπαλο αδελφό τους σε μοναστήρι (1437). Στη συνέχεια άσκησαν την εξουσία από κοινού έως το 1445, οπότε χώρισαν τις κτήσεις του και ο Φ. πήρε τη Σαξονία, ενώ ο Γουλιέλμος τη Θουριγγία. Ο τελευταίος όμως δεν άργησε να κηρύξει τον πόλεμο στον αδελφό του και, παρότι οι εχθροπραξίες σταμάτησαν με επέμβαση του αυτοκράτορα της Γερμανίας, η εχθρότητα ανάμεσα στους αδελφούς διατηρήθηκε.
14. Φ. Γ’ ο Συνετός. Εκλέκτορας της Σαξονίας (1486-1525). Γιος και διάδοχος του δούκα Ερνέστου, στη διάρκεια της εξουσίας του υποστήριξε τα γράμματα και τις επιστήμες και ήταν ένας από τους θερμότερους οπαδούς της θρησκευτικής μεταρρύθμισης και του Λούθηρου, τον οποίο πολλές φορές προστάτευσε, πιστευόταν πως ήταν από τους κυριότερους υποτελείς της αυτοκρατορίας και μάλιστα, όταν ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός A’ πέθανε, εξελέγη διάδοχός του, αλλά αρνήθηκε την εκλογή. Στα τέλη της ζωής του αντιμετώπισε σοβαρές εξεγέρσεις χωρικών, που τον υποχρέωσαν σε συνεχείς σκληρούς αγώνες για τη διάσωση του θρόνου του.
II
Όνομα βασιλιάδων της Σικελίας.
1. Φ. A’ Ρογήρος (1194 – 1250). Γιος του Ερρίκου ΣΤ’ του Χόχενσταουφεν. Χρημάτισε βασιλιάς της Σικελίας (1197-1211) και αυτοκράτορας της Γερμανίας (1220-50). Ανατράφηκε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ’ και, με την υποστήριξή του, κατόρθωσε να εκλεγεί αυτοκράτορας της Γερμανίας, αντί του διεκδικητή του θρόνου Όθωνα του Μπρούνσβικ, τον οποίο νίκησε το 1214. Το 1216 ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Ρωμαίων και στέφθηκε αυτοκράτορας στη Ρώμη το 1220. Επειδή όμως ήρθε σε ρήξη με τις πόλεις της Λομβαρδικής Ένωσης, αφορίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο Θ’ (1227). Ο Φ., που πήρε μέρος σε σταυροφορία στην Παλαιστίνη, ύστερα από συνεννόηση με τον σουλτάνο της Αιγύπτου, κατόρθωσε να καταλάβει την Ιερουσαλήμ, της οποίας έγινε βασιλιάς (1229), χάρη στον γάμο του με την κόρη του Ιωάννη ντε Μπριέν. Όταν γύρισε στην Ιταλία, αντιμετώπισε γενική εξέγερση των ιταλικών πόλεων, που είχαν την υποστήριξη του πάπα. Με τη συνθήκη του Aγίου Γερμανού (1230) κατόρθωσε να αποκαταστήσει την τάξη, να συμφιλιωθεί με την Εκκλησία και να συνάψει συμμαχία με τον βασιλιά της Θεσσαλονίκης Θεόδωρο Άγγελο Κομνηνό. Eν τω μεταξύ όμως συνεχιζόταν η αναταραχή στη Λομβαρδία, η οποία μάλιστα επιδεινώθηκε από μια εξέγερση Γερμανών ηγεμόνων. Ο Φ. δεν μπόρεσε να εμποδίσει τη συμμαχία πολλών πόλεων με τον πάπα, ο οποίος, όχι μόνο τον αφόρισε για δεύτερη φορά (1239) αλλά ξεσήκωσε εναντίον του και πραγματική σταυροφορία. Ο πάπας συνγκάλεσε και σύνοδο, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί ο Φ., αιχμαλώτισε τους καρδινάλιους, πριν φτάσουν στον προορισμό τους. Ο Ιννοκέντιος Δ’, διάδοχος του Γρηγορίου Θ’, άρχισε διαπραγματεύσεις για να συμβιβαστεί με τον Φ. αλλά τελικά τον κήρυξε έκπτωτο.
2. Φ. B’ ο Αραγωνικός (1272 – 1355). Τριτότοκος γιος του βασιλιά της Αραγόνας Πέτρου Γ’. Το 1296 εξελέγη βασιλιάς της Σικελίας. Η άνοδός του στον θρόνο έγινε αφορμή να ξεσπάσει πολύχρονος πόλεμος ανάμεσα στη Σικελία και στο βασίλειο της Νάπολης, στο οποίο βασίλευε ο Κάρολος B’ ο Ανδηγαυός. Ο πόλεμος έληξε με την παραίτηση του Φ. από τον τίτλο του βασιλιά της Σικελίας, αντί του οποίου πήρε τον τίτλο του βασιλιά της Τρινακρίας (1302). Το 1314 ο Φ. κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του γιου του Καρόλου B’, Ροβέρτου. Ο Φ., συμμάχησε με την Αραγόνα και, διατηρώντας αγαθές σχέσεις με την Καταλανική Εταιρεία, πολέμησε στην ανατολή. Όταν οι Καταλανοί κυρίευσαν το γαλλικό δουκάτο της Αθήνας, ανακήρυξαν δούκα της τον Μανφρέδο, δευτερότοκο γιο του Φ., ο οποίος, επειδή ήταν ανήλικος, βρισκόταν υπό την επιτροπεία του Ισπανού ευπατρίδη Βερεγγάριο Εστανιόλ, ο οποίος άσκησε με μεγάλη επιδεξιότητα την εξουσία του.
3. Φ. Γ’ ο Απλοϊκός (1341 – 1377). Μετά τον θάνατο του Φ. B’ το στέμμα της Σικελίας πέρασε στον διάδοχό του Φ. Γ’, δούκα της Αθήνας και γιο του βασιλιά της Αραγόνας Πέτρου B’. Ο Φ. Γ’ συνέχισε τον πόλεμο εναντίον της Νάπολης, ο οποίος τερματίστηκε με τη σύναψη ειρήνης το 1372. Με τη συμφωνία αυτή ο Φ. αναγνώριζε ότι ήταν υποτελής στη βασίλισσα της Νάπολης. Μετά τον θάνατό του, τα ελληνικά δουκάτα του Φ. καθώς και η υπόλοιπη κληρονομιά του, πέρασαν στη θυγατέρα του Μαρία, την οποία απέκτησε από τον γάμο του με την Κωνσταντίνα την Αραγονική.
III
Όνομα βασιλιάδων της Νορβηγίας και της Δανίας.
1. Φ. A’ (1471 – 1533). Βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας. Ήταν δευτερότοκος γιος του βασιλιά Χριστιανού A’. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, αναγνωρίστηκε δούκας του Σλέσβιχ και του Χολστάιν από τη δίαιτα του Κιέλου, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιωάννη. Όταν χωρίστηκαν τα δύο αυτά δουκάτα, ο Φ. εγκαταστάθηκε στον πύργο του Γκότορπ και θέλησε να προσαρτήσει τα νησιά της Δανίας Λάαλαντ, Φάλστορ και Μεν καθώς και τη μισή περίπου Νορβηγία. Οι αξιώσεις του όμως αυτές αποκρούστηκαν από τη δίαιτα του Κάλαντμποργκ. Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του Ντιτμάρσχεν, ο βασιλιάς της Δανίας Χριστιανός B’, θέλησε να του αφαιρέσει την κυριαρχία του δουκάτου του Χολστάιν, αλλά, έπειτα από την καθαίρεση του Χριστιανού B’, εξελέγη βασιλιάς της Δανίας και στέφθηκε στην Κοπεγχάγη στις 7 Αυγούστου 1524. Ύστερα μάλιστα από 4 μόλις ημέρες εξελέγη και βασιλιάς της Νορβηγίας, οπότε, τον επόμενο μήνα, παραιτήθηκε από κάθε αξίωσή του στη Σουηδία. Ο Φ. καθιέρωσε στη χώρα του τον λουθηρανισμό και παραχώρησε πολλά προνόμια στους ευγενείς και στον κλήρο με την υποστήριξη των οποίων ανέβηκε στον θρόνο. Αποκατέστησε επίσης τις σχέσεις του με τον Γουστάβο Βάζα, με τον οποίο πρώτα είχε συμπλακεί σε σφοδρούς αγώνες. Τον Φ. διαδέχτηκε ο γιος του Χριστιανός Γ’, τον οποίο είχε αποκτήσει με την πρώτη σύζυγό του Άννα του Βρανδεμβούργου.
2. Φ. B’ (1534 – 1588). Βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας, γιος του βασιλιά Χριστιανού Γ’. Εξελέγη από τη δίαιτα της Κοπεγχάγης διάδοχος του θρόνου, το δε 1548 ανακηρύχθηκε, στο Όσλο, βασιλιάς της Νορβηγίας, ως διάδοχος του πατέρα του και το 1559 βασιλιάς της Δανίας. Ο Φ. πολέμησε εναντίον της Σουηδίας με την οποία τελικά ήρθε σε συμφωνία (συνθήκη του Στετίνου). Με τη συμφωνία αυτή, η Σουηδία αναγνώριζε οριστικά την προσάρτηση της Νορβηγίας στη Δανία, στην οποία παραχωρούσε και μερικές άλλες περιοχές. Παρότι ο Φ. δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση, προστάτευσε τις τέχνες, τα γράμματα και κυρίως την εκπαίδευση, ίδρυσε την πόλη Φρέντερικστάντ στη Νορβηγία, διέταξε τη σύνταξη και τη δημοσίευση νέου ναυτικού κώδικα και τη μετάφραση της Βίβλου στη λαϊκή δανική γλώσσα. Δώρησε επίσης στον Τίχο - Μπράχε το νησί Χβεν για την ίδρυση εκεί αστεροσκοπείου, γνωστού ως αστεροσκοπείου του Ουράνιενμποργκ. Ο Φ. παντρεύτηκε τη Σοφία του Μεκλεμβούργου, με την οποία απέκτησε 4 κόρες και 3 γιους.
3. Φ. Γ’ (1609 – 1670). Βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας, δευτερότοκος γιος του βασιλιά Χριστιανού Δ’. Στη διάρκεια του Τριακονταετή πολέμου υπηρέτησε στο πλευρό του πατέρα του. Μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, ανακηρύχθηκε διάδοχος και διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο (1648). Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Φ. πέρασαν ειρηνικά, καθώς προσπαθούσε να ανορθώσει τα οικονομικά της χώρας του. Το 1657 όμως κήρυξε τον πόλεμο στους Σουηδούς, με την ελπίδα να προσαρτήσει τα δανικά εδάφη, που είχε καταλάβει η Σουηδία, νικήθηκε όμως από τα στρατεύματα του Καρόλου I’ Γουστάβου και αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Ρόκσκιλντε, με την οποία έχασε και άλλα εδάφη (1658). Ύστερα από λίγους μήνες ο Κάρολος Γουστάβος, με την ελπίδα ότι θα κυρίευε ολόκληρη τη Δανία, παραβίασε τη συνθήκη και πολιόρκησε την Κοπεγχάγη. Ο Φ., στη διάρκεια της πολιορκίας, έδειξε ιδιαίτερη ανδρεία και κατόρθωσε να αποκρούσει την επίθεση των Σουηδών. Μετά τη λήξη των επιχειρήσεων, ήταν τόσο δημοφιλής στη Δανία, ώστε κατόρθωσε να περιορίσει τη δύναμη της αριστοκρατίας, με την υποστήριξη των αστών και του κλήρου και να καθιερώσει νέο σύνταγμα, με το οποίο εδραιωνόταν η κληρονομική διαδοχή στον θρόνο της οικογένειάς του, στην οποία παραχωρήθηκαν απόλυτες εξουσίες. Στη συνέχεια επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση του κράτους του, με ιδιαίτερη προτίμηση στην ενίσχυση των γραμμάτων και των τεχνών.
Τον Φ. διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του Χριστιανός E’.
4. Φ. Δ’ (1671 – 1730). Βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας, γιος του Χριστιανού E’. Διαδέχτηκε τον πατέρα του το 1700. Συνέχισε τον πόλεμο εναντίον του συνονόματού του ανιψιού δούκα του Χολστάιν - Γκότορπ, που τον υποστήριζε η Αγγλία, η Ολλανδία και η Σουηδία. Για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο συμμάχησε με τον εκλέκτορα της Σαξονίας, τον βασιλιά της Πολωνίας και τον Πέτρο τον Μέγα της Ρωσίας. Αρχικά κατέλαβε το Γκότορπ, αλλά ο στόλος των αντιπάλων του βομβάρδισε την Κοπεγχάγη και μια σημαντική στρατιά Σουηδών απειλούσε την πρωτεύουσα από την ξηρά. Yπό την πίεση των γεγονότων, ο Φ. αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Τράβενταλ (1700), με την οποία αναγνώριζε την κυριαρχία του δούκα Φρειδερίκου στο Χολστάιν και υποχρεώθηκε να πληρώσει και αποζημίωση. Ο Φ., παρά την ήττα του, δεν πτοήθηκε. Ίδρυσε ναυτική σχολή, δημιούργησε ισχυρό στόλο και, πολύ σύντομα, ισχυροποίησε τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Το 1708 σύναψε επίσης συμμαχία με τους βασιλιάδες της Πολωνίας και της Πρωσίας. Στην προσπάθειά του να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, δεν δίστασε να εμπλακεί σε μακρόχρονο αγώνα με τους Σουηδούς, ο οποίος έληξε με τη μεσολάβηση της Γαλλίας και της Αγγλίας και τη σύναψη της συνθήκης του Φρέντερικσμπουργκ (1720). Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης αυτής, η Σουηδία παραχώρησε το δουκάτο της Βρέμης στο Αννόβερο και υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημίωση, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την προσάρτηση του Χολστάιν - Γκότορπ στη Δανία.
Ο Φ., στις περιόδους ειρήνης, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την πνευματική ανάπτυξη της χώρας, ιδρύοντας 240 σχολεία και πολλά πνευματικά ιδρύματα. Ίδρυσε επίσης, το πρώτο θέατρο της Κοπεγχάγης. Παράλληλα, αναδιοργάνωσε τον πολεμικό στόλο της χώρας του και οχύρωσε την Κοπεγχάγη. Στην ιδιωτική του ζωή, και ενώ ζούσε η πρώτη γυναίκα του, σύναψε μυστικό γάμο με την ερωμένη του Ελένη Βίερεκ (1703).
5. Φ. E’ (1723 – 1766). Βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας, γιος του Χριστιανού ΣΤ’. Διαδέχτηκε τον πατέρα του το 1746. Πολλοί τον θεωρούσαν ως τον βέβαιο διάδοχο της Σουηδίας, μετά τον θάνατο του βασιλιά της. Στην ιδέα όμως της συνένωσης των σκανδιναβικών χωρών αντιδρούσε η Ρωσία, γιατί φοβόταν τη δημιουργία ισχυρού κράτους στα σύνορά της. Καταπολέμησε έτσι την υποψηφιότητα του Φ. και υποστήριζε τον Αδόλφο Φρειδερίκο. Ο Φ. έδειξε φαινομενικά δυσαρέσκεια και αρραβώνιασε μάλιστα την κόρη του Σοφία Μαγδαληνή με τον Γουστάβο, γιο του Αδόλφου Φρειδερίκου. Στη διάρκεια των Ευρωπαϊκών πολέμων ο Φ. έμεινε ουδέτερος και ασχολήθηκε με τα εσωτερικά του κράτους του. Στα χρόνια αυτά ευνόησε την εγκατάσταση στη Γιουτλάνδη Γερμανών και Γάλλων αποίκων. Γενικά, ο Φ. ήταν ειρηνόφιλος βασιλιάς, γι’ αυτό και στις μέρες του η Δανία γνώρισε μια από τις ευτυχέστερες εποχές της ιστορίας της. Ίδρυσε σχολές για τους φτωχούς, ακαδημίες γραμμάτων, τεχνών και επιστημών, και έστειλε επιστημονικές αποστολές στην Αίγυπτο και στην Αραβία. Η πρωτεύουσά του υπήρξε τότε το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο της Ευρώπης. Ανέπτυξε επίσης το εμπόριο και τη βιομηχανία και με διάφορα μέτρα που πήρε, προετοίμασε το έδαφος για την απελευθέρωση των χωρικών, την οποία πραγματοποίησε ο γιος και διάδοχός του Χριστιανός Z’. Στην ιδιωτική του ζωή ήταν φιλήδονος και πολλοί υποστηρίζουν ότι πέθανε νέος από τις καταχρήσεις. Ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό διακρινόταν για τη γενναιοφροσύνη του και ήταν εξαιρετικά δημοφιλής.
6. Φ. ΣΤ’ (1768 – 1839). Βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας, γιος του Χριστιανού Z’. Ο πατέρας του ήταν μάλλον ψυχοπαθής, γι’ αυτό, μόλις ο Φ. ενηλικιώθηκε, τον διόρισαν αντιβασιλιά της Δανίας (1784). Το 1808 έγινε βασιλιάς και αρχικά πραγματοποίησε διάφορες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και ενίσχυσε τη θέση των γεωργοκτηνοτρόφων. Εκτός από τον πόλεμο εναντίον της Σουηδίας, που κράτησε λίγους μόνο μήνες, ο Φ. απέφυγε άλλους πολέμους και κυβέρνησε ειρηνικά. Κατάργησε τη δουλεία, παραχώρησε πλήρη ελευθερία στον τύπο και απαγόρευσε το δουλεμπόριο στις δανικές αποικίες. Αναδιοργάνωσε επίσης τον στρατό, έδωσε μεγάλη ώθηση στη ναυτιλία και το εμπόριο και βελτίωσε τη δικαιοσύνη και τα οικονομικά του κράτους. Όταν ήταν αντιβασιλιάς, η Αγγλία, για να υποχρεώσει τη Δανία να εγκαταλείψει τη συμμαχία της ένοπλης ουδετερότητας, βομβάρδισε την Κοπεγχάγη, με μοίρα του στόλου της με επικεφαλής τον ναύαρχο Νέλσωνα. Τον βομβαρδισμό τον επανέλαβε και το 1807, γεγονός που ανάγκασε τη Δανία να στραφεί για ενίσχυση στη Γαλλία. Ο Ναπολέων έστειλε τότε στη χώρα ναυτική δύναμη από Γάλλους, Ολλανδούς και Ισπανούς. Μετά την ήττα όμως του Ναπολέοντα, ο Φ. αναγκάστηκε να παραχωρήσει, με τη συνθήκη του Κιέλου, τη Νορβηγία στη Σουηδία.
Στα επιτεύγματα του Φ. πρέπει να προστεθεί και η κατάρτιση επιτροπής για την προπαρασκευή του συνταγματικού πολιτεύματος (1816), η χειραφέτηση των Ιουδαίων κατοίκων της χώρας του, η αναδιοργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης και, γενικά, η προστασία κάθε προοδευτικής, για την εποχή του, προσπάθειας. Ο Φ. αγαπήθηκε από τον λαό του εξαιτίας της απλότητάς του και των δημοκρατικών τρόπων του.
7. Φ. Z’ (1808 – 1863). Βασιλιάς της Δανίας. Το 1848 διαδέχτηκε τον πατέρα του Χριστιανό H’, τερματίζοντας το απολυταρχικό καθεστώς. Το νέο δημοκρατικό σύνταγμα ήταν κοινό για τη Δανία και το Σλέσβιγκ - Χολστάιν. Στο δουκάτο ωστόσο υπήρχε και αυτονομιστική κίνηση με την υποστήριξη της Γερμανικής Ομοσπονδίας και της Πρωσίας, που δεν άργησε να οδηγήσει σε ένοπλο αγώνα. Ο Φ. αντιμετώπισε επί 2 χρόνια τους αντιπάλους του. Eν τω μεταξύ μεσολάβησαν οι μεγάλες Δυνάμεις της εποχής και η Δανία, με την εγγύηση του Λονδίνου, πέτυχε την εξασφάλιση της ακεραιότητας των εδαφών της. Το σύνταγμα του 1849, που προαναφέραμε, αναθεωρήθηκε 3 φορές. Ο Φ. πήρε και διάφορα άλλα μέτρα, τα οποία τον εντάσσουν ανάμεσα στους προοδευτικότερους βασιλιάδες της εποχής του, όπως είναι ο νόμος για τον πολιτικό γάμο, η ελευθεροτυπία, η ισότητα των δύο φύλων, το δικαίωμα της γυναίκας να διαθέτει τον εαυτό της και την περιουσία της, η μεταρρύθμιση του ποινικού κώδικα κ.ά. Ο Φ. ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αρχαιολογία, παρακολουθώντας πολλές ανασκαφές και δημοσιεύοντας σχετικές μελέτες. Ως επίτροπος εξάλλου του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου A’, διαπραγματεύτηκε με τις εγγυήτριες δυνάμεις και επέμεινε για την αναγκαιότητα της παραχώρησης των Επτανήσων στην Ελλάδα.
8. Φ. H’ (1843 – 1912). Βασιλιάς της Δανίας, γιος του Χριστιανού Θ’. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στο διάστημα της απουσίας του πατέρα του, ο Φ. κυβέρνησε πολλές φορές τη χώρα ως αντιβασιλιάς. Το 1906, σε ηλικία 63 χρόνων, διαδέχτηκε τον πατέρα του. Σύζυγός του ήταν η Λουίζα, κόρη του Καρόλου IE’, βασιλιά της Σουηδίας και της Νορβηγίας, με την οποία είχε 8 παιδιά.
9. Φ. Θ’ (1899 – 1972). Βασιλιάς της Δανίας. Πρωτότοκος γιος του Χριστιανού I’, τον οποίο διαδέχτηκε το 1947. Το 1935 παντρεύτηκε τη θυγατέρα του διαδόχου της Σουηδίας Γουστάβου - Αδόλφου, Ίνγκριντ. Η κόρη τους Άννα - Μαρία διετέλεσε βασίλισσα της Ελλάδας. Ο Φ. διακρίθηκε ως διευθυντής ορχήστρας, διηύθυνε μάλιστα συχνά την ορχήστρα της Όπερας της Κοπεγχάγης, καθώς και την μπάντα της Βασιλικής Φρουράς.
Ο Φρειδερίκος Β’, βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας.
IV
Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
1. Φ. A’ της Σουηβίας, γνωστός ως Μπαρμπαρόσα (;1121 ή 25 ή 26 – Κιλικία 1190). Γιος του Φρειδερίκου Λόσκο και της Ιουδήθ της Βαβαρίας, έγινε δούκας της Σουηβίας (1147), βασιλιάς της Γερμανίας και των Ρωμαίων (1152) και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1155). Αφού επέβαλε την εξουσία του στους μεγάλους φεουδάρχες της Γερμανίας, που ήταν χωρισμένοι στα δύο κόμματα, των γουέλφων και των γιβελλίνων, εγκαινίασε στα 1153 (δίαιτες της Κωνστάντιας και του Βίρτσμπουργκ) την ιταλική πολιτική, η οποία απασχόλησε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του και απέβλεπε στην πραγματική επιβολή της αυτοκρατορικής εξουσίας επί των κοινοτήτων, στην αποκατάσταση κάποιας ομαλότητας στις σχέσεις με τον πάπα και στον περιορισμό της δύναμης του νορμανδικού κράτους της Σικελίας. Στην πρώτη εκστρατεία του (1154-55) συνειδητοποίησε πλήρως την κατάσταση των κοινοτήτων της Ιταλίας, έδωσε τα πρώτα δείγματα αυστηρότητας προς το Μιλάνο και τις συμμάχους του κοινότητες (Κιέρι, Άστι, Τορτόνα) και εξασφάλισε, τουλάχιστον στην αρχή, τη Ρώμη στον πάπα Αδριανό Δ’ αφού εκτόπισε τον Αρνάλδο της Μπρέσια και στέφθηκε αυτοκράτορας. Στη δεύτερη (1158-62), που επιχείρησε αφού καθησύχασε (έστω και με παραχωρήσεις) μερικούς από τους πλέον ανυπότακτους Γερμανούς ηγεμόνες, υπέταξε τη Μπρέσια και το Μιλάνο (1158), επιβάλλοντας πανηγυρικά τα αυτοκρατορικά δικαιώματα (Constitutio de regalibus) (1158 - δίαιτα της Ρονκάλια), και αντιτάσσοντας στον νέο πάπα Αλέξανδρο B’ έναν πιστό σε αυτόν αντίπαπα, τον Βίκτωρα Δ’, ο οποίος πέτυχε την επικύρωση της εκλογής από σύνοδο που συνήλθε στην Παβία (1160). Έπειτα στράφηκε ξανά εναντίον των κοινοτήτων και κατέστρεψε την Κρέμα και το ίδιο το Μιλάνο (1163). Το 1166 ξανακατέβηκε στην Ιταλία, πολιόρκησε την Ανγκόνα και μπήκε με στρατό στη Ρώμη, όπου εγκατέστησε τον αντίπαπα Πασχάλιο Γ’ και στέφθηκε από αυτόν για δεύτερη φορά αυτοκράτορας (1167), ενώ ο Αλέξανδρος Γ’ έφευγε στην Γκαέτα. Μια επιδημία όμως τον ανάγκασε να αποσυρθεί στη Γερμανία με αποδεκατισμένο τον στρατό του. Στο μεταξύ τα πράγματα χειροτέρευαν και στη Γερμανία και ο Φ. βρέθηκε στην ανάγκη να πολεμά από το ένα μέρος εναντίον των μεγάλων εκκλησιαστικών ηγετών, που γίνονταν όλο και πιο απρόθυμοι να δεχτούν τον νέο αντίπαπα, και από το άλλο μέρος εναντίον μερικών από τους μεγαλύτερους φεουδάρχες. Η πάλη ήταν στην αρχή ευνοϊκή για τον Φ., αλλά στη δεύτερη φάση καταστρεπτική: στη μάχη του Λενιάνο (1176) νικήθηκε από τους Μιλανέζους και τους συμμάχους τους, έτσι που αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τον πάπα (ειρήνη της Βενετίας 1177) και να κάνει ανακωχή με τις κοινότητες, οι οποίες πέτυχαν ευρύτατη αυτονομία μέσα στην Αυτοκρατορία. Το 1189, αφού συμφιλιώθηκε με τον πάπα Κλήμεντα, έφυγε για την τρίτη Σταυροφορία, που οργανώθηκε για την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ, η οποία είχε πέσει πάλι στα χέρια των Τούρκων (1187). Αλλά, μολονότι υπερνίκησε τα εμπόδια που έβαζαν οι Βυζαντινοί και σημείωσε μερικές νίκες εναντίον των Σαρακηνών, πνίγηκε ενώ κολυμπούσε στον ποταμό Σέλεφ της Κιλικίας.
Η φυσιογνωμία του Μπαρμπαρόσα είναι από τις πλέον εξέχουσες του Μεσαίωνα: ειδικά στη Γερμανία, τον είδαν ως ηγεμόνα αντάξιο του Καρλομάγνου και του Όθωνα A’, κατά το παράδειγμα των οποίων προσπάθησε να δημιουργήσει παγκόσμια αυτοκρατορία. Και στην Ιταλία, παρά τους συνεχείς πολέμους που προκάλεσε, υποστηριζόταν από τους νομικούς της Μπολόνια, φύλακες της ρωμαϊκής νομικής παράδοσης. Σχεδόν έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, ο Ντάντε τον ανέφερε σαν τον καλό Μπαρμπαρόσα, χωρίς όμως να ξεχνά και το κακό που έκανε στο Μιλάνο.
2. Φ. B’ του Χόχενσταουφεν (Ιέσι 1194 – Λουτσέρα 1250). Γιος του Ερρίκου Δ’ και της Κωνστάντσας της Αλταβίλα, εξελέγη βασιλιάς των Ρωμαίων με τη θέληση του πατέρα του το 1196 και βασιλιάς της Σικελίας, μετά τον θάνατο εκείνου (1197). Όταν έμεινε ορφανός και από μητέρα (1198), μεγάλωσε υπό την αυστηρή κηδεμονία του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ και ανέπτυξε περισσότερο ιταλική παρά γερμανική νοοτροπία, επηρεασμένη πολύ από τον νορμανδικό και τον αραβικό πολιτισμό που άνθιζαν στην αγαπημένη του Σικελία. Κατά τα νεανικά του χρόνια, ο Ιννοκέντιος Γ’ του αντέταξε στην αυτοκρατορία τον Όθωνα Δ’ του Μπράουνσβαϊγκ έως τα 1210. Έπειτα όμως, όταν συγκρούστηκε με αυτόν, υποστήριξε τον Φ. ως νέο αυτοκράτορα, με τον όρο ότι θα αναγνώριζε τα ανώτατα φεουδαρχικά δικαιώματα της Εκκλησίας στο βασίλειο της Σικελίας, δεν θα ένωνε ποτέ το στέμμα της Σικελίας με το αυτοκρατορικό και θα οργάνωνε νέα σταυροφορία. Μετά τη συμφωνία αυτή με τον πάπα, ο Φ. συμμάχησε με τον Φίλιππο B’ Αύγουστο της Γαλλίας, νίκησε στο Μπουβίν τον Όθωνα Δ’ του Μπράουνσβαϊγκ σε συμμαχία με τον Ιωάννη τον Ακτήμονα της Αγγλίας (1214) και το επόμενο έτος στέφθηκε βασιλιάς της Γερμανίας, αφού παραιτήθηκε από τη Σικελία υπέρ του γιου του Ερρίκου, που γέννησε λίγο πριν η Κωνστάντσα της Αραγωνίας, η πρώτη από τις 5 γυναίκες του (δεύτερη ήταν η Ισαβέλλα Βριένιου, κληρονόμος του βασιλικού τίτλου της Ιερουσαλήμ). Η αυτοκρατορική στέψη έγινε στη Ρώμη μόλις το 1220 από τον Oνώριο Γ’ που διαδέχτηκε τον Ινοκέντιο Γ’ στα 1216. Ο Φ. ήθελε να εγκαταστήσει στην Ιταλία, με κέντρο τη Σικελία, μια απολυταρχική και συγκεντρωτική μοναρχία, καθώς θεωρούσε την ιδέα αυτή περισσότερο πραγματοποιήσιμη από την παγκόσμια μοναρχία, με βάση τη Γερμανία, που επιδίωκε ο παππούς του Μπαρμπαρόσα και σχεδόν όλοι οι προκάτοχοί του. Η αντίθεση όμως προς την πολιτική αυτή της Εκκλησίας, η οποία διέβλεπε πρόθεση του Φ. να κυκλώσει τα παπικά κράτη, ενώ ανέβαλλε επί 12 χρόνια τη σταυροφορία που όφειλε να κάνει, οδήγησε στην αποτυχία της. Ο αυτοκράτορας έφυγε για τη σταυροφορία, όταν απειλήθηκε με αφορισμό (1227), και την τερμάτισε χωρίς πόλεμο, με τη σύναψη συνθήκης με τον σουλτάνο της Αιγύπτου, με την οποία εξασφαλιζόταν στους χριστιανούς η κατοχή για 10 χρόνια των Αγίων Τόπων, η ελεύθερη μετάβασή τους εκεί και η αναγνώριση στον αυτοκράτορα του τίτλου του βασιλιά της Ιερουσαλήμ.
Η ανάμνηση του Φ. συνδέεται όχι μόνο με την επίμονη πολιτική δράση του, που απέβλεπε στη δημιουργία μιας απόλυτης και φωτισμένης μοναρχίας, πρωτότυπης για την εποχή του, αλλά και με την έντονη και όχι άγονη πνευματική του δραστηριότητα, που βρήκε την καλύτερη έκφρασή της στη Magn Curia του Παλέρμο. Στη Γερμανία όμως τον κατηγόρησαν ότι ευνόησε περισσότερο τη Σικελία παρά τη δική του πατρίδα, καταδικάζοντας έτσι τους Γερμανούς να μείνουν πίσω, πολιτικά και πολιτιστικά, από τους Γάλλους και τους Άγγλους.
3. Φ. Γ’ των Αψβούργων (Ίνσμπρουκ 1415 – Λιντς 1493). Δέχτηκε το αυτοκρατορικό στέμμα στη Ρώμη με την υποστήριξη του πάπα Ευγένιου Δ’ (1452), αλλά αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις, πολεμώντας κυρίως με τον βασιλιά της Ουγγαρίας Ματία Κορβίνο, ο οποίος κατέλαβε και τη Βιέννη (1485-90).
Ο αυτοκράτορας της Γερμανίας και βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γ’.
Ο Φρειδερίκος A’ Μπαρμπαρόσα υπήρξε μια από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες του Μεσαίωνα.
Ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκος B’ (Μουσείο Μπαρλέτα).
V
Όνομα 2 βασιλιάδων της Πρωσίας και ενός αυτοκράτορα της Γερμανίας.
1. Φ. A’ (Κένιξμπεργκ 1657 – Βερολίνο 1713), βασιλιάς της Πρωσίας. Γιος του μεγάλου εκλέκτορα Φρειδερίκου Γουλιέλμου και της Λουίζας Εριέτας της Οράγγης, μετά τον θάνατο του πατέρα του (1688) αντιτάχθηκε στη διαθήκη που προέβλεπε διανομή του κράτους στους 5 γιους του και αφού τους αποζημίωσε με χρήματα πήρε μόνος του τον τίτλο του δούκα της Πρωσίας με το όνομα Φρειδερίκος Γ’. Σύμμαχος του αυτοκράτορα Λεοπόλδου A’ κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ένωσης της Αυγούστας (1686-97) κατόρθωσε να πάρει από αυτόν τον τίτλο του βασιλιά της Πρωσίας τις παραμονές (1700) του πολέμου της ισπανικής διαδοχής (1701-14) σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά του. Στέφθηκε (1701) στο Κένιξμπεργκ, σχημάτισε πολυτελή αυλή και υποστήριξε τις τέχνες και τα γράμματα, όπως έκανε άλλωστε και πριν, ιδρύοντας την Ακαδημία Επιστημών (1694) και την Ακαδημία Καλών Τεχνών (1696).
2. Φ. B’ ο Μέγας (Βερολίνο 1712 – Πύργος του Σαν Σουσί 1786), βασιλιάς της Πρωσίας. Γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου A’ και της Σοφίας Δωροθέας του Ανόβερου, μορφώθηκε, σύμφωνα με προσωπική διαταγή του πατέρα του, με αυστηρότατες και κάπως σκληρές αρχές, τις οποίες κατόρθωσε ο ίδιος vα απαλύνει και να συνδυάσει με τη συνεχή και με πάθος μελέτη της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Επειδή δεν υπέφερε την τυπικότητα της αυλής και την πατρική αυστηρότητα, σε ηλικία 18 ετών σχεδίασε να δραπετεύσει από το βασίλειο, αλλά ανακαλύφθηκε, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε στον πύργο του Κίστριν. Όταν αποφυλακίστηκε, παντρεύτηκε την Ελισάβετ - Χριστίνα του Μπράουνσβαϊγκ - Μπέβερν (1733) και αποσύρθηκε στον πύργο του Ράινσμπεργκ, όπου αφοσιώθηκε στις αγαπημένες του μελέτες και έγραψε τις Σκέψεις επί της σημερινής κατάστασης του πολιτικού σώματος της Ευρώπης (1738) και το Αντιμακιαβέλλης (1739), αποκαλύπτοντας ευρεία και οργανική αντίληψη των πολιτικών προβλημάτων, αν και χωρίς πραγματικό φιλοσοφικό πνεύμα. Όταν μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέβηκε στον θρόνο, το 1740 επωφελήθηκε αμέσως από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν η Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας, εξαιτίας της αμφισβητούμενης διαδοχής του στον θρόνο. Έτσι εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην κοιλάδα του Όντερ και, αφού κατέλαβε το Μπρέσλαου (1741) και νίκησε τους Αυστριακούς στο Μόλβιτς, κατάφερε να πάρει από τη Μαρία Θηρεσία πρώτα την Κάτω Σιλεσία (σύμβαση του Κλάιν - Σνέλεντορφ, 1741) και έπειτα την Άνω Σιλεσία και την κομητεία του Γκλατς (Συνθήκη του Μπρέσλαου, 1742). Επειδή φοβόταν έπειτα ότι η Αυστρία, ενισχυμένη πολιτικά και στρατιωτικά, θα προσπαθούσε να ανακτήσει τις χαμένες επαρχίες, επανέλαβε το 1745 τις εχθροπραξίες, νίκησε στο Χόενφριντμπεργκ, στο Ζόορ και στο Κέσελσντορφ και έτσι πέτυχε να αναγνωριστεί οριστικά η κατοχή του στη Σιλεσία (Ειρήνη της Δρέσδης, 1745). Ενώ όμως, ικανοποιημένος από τις επιτυχίες αυτές, ασχολούνταν με την αναδιοργάνωση του βασιλείου του, η ξαφνική συμμαχία Γαλλίας-Αυστρίας (Συνθήκη των Βερσαλλιών, 1756), που έως τότε ήταν εχθροί, και η μεγάλη ευρωπαϊκή συμμαχία που οργανώθηκε εναντίον του, ενώ αυτός υποστηριζόταν μόνο από την Αγγλία, τον ώθησαν πάλι να επιτεθεί, κατά τη συνήθεια του, πρώτος. Εισέβαλε έτσι στη Σαξονία χωρίς κήρυξη πολέμου (1756), μπήκε στη Βοημία και πολιόρκησε την Πράγα, έπειτα νικήθηκε στο Κόλιν (1757) και επειδή καταδιωκόταν από παντού από τους στρατούς της συμμαχίας, αποσύρθηκε αρχικά στη Σαξονία, έπειτα όμως, αφού νίκησε τους Γάλλους στο Ρόσμπαχ (5 Νοεμβρίου 1757) συνέτριψε και τους Αυστριακούς στο Λόιτεν (5 Δεκεμβρίου 1757) και τιμήθηκε από ολόκληρο το γερμανικό έθνος ως υπερασπιστής του εθνικού εδάφους και της εθνικής τιμής.
Οι εντυπωσιακές επιτυχίες του όμως δεν έφεραν το τέλος του πολέμου, που αντίθετα, στη Σιλεσία, στη Σαξονία και στο Βρανδεμβούργο, προσέλαβε τη μορφή πάλης μέχρι θανάτου εναντίον όλο και περισσότερο επικίνδυνων εχθρών. Αφού νίκησε πάλι τους Ρώσους στο Τσόρντορφ (1758), ο Φ. νικήθηκε στο Χόχκιρχ (14 Οκτωβρίου 1758) και στο Κούνερσντορφ (1759) και το επόμενο έτος διώχτηκε από το Βρανδεμβούργο και τη Σαξονία. Και θα συντριβόταν οριστικά αν η αναποφασιστικότητα των αντιπάλων του και η απροσδόκητη αποχώρηση της Ρωσίας, εξαιτίας του θανάτου της τσαρίνας Ελισάβετ (1761) και της ανόδου στον θρόνο των πρωσόφιλων Πέτρου Γ’ και Αικατερίνης B’, δεν τον έσωζαν την τελευταία στιγμή. Πραγματικά, η Ρωσία υπέγραψε ειρήνη τον Μάιο του 1762, και τότε η Αυστρία και η Γαλλία, που κουράστηκαν εξίσου από τον πόλεμο, δέχτηκαν την ειρήνη του Χούμπερτουσμπουργκ (1763), η οποία τερμάτισε τον πόλεμο αναγνωρίζοντας το status quo και αφήνοντας τη Σιλεσία στον Φρειδερίκο B’. O Φ. όμως επεξέτεινε την κυριαρχία του στη Δυτική Πρωσία, χάρη στον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας και το 1779, μετά τον πόλεμο της βαβαρικής διαδοχής (ειρήνη του Τέσεν, 13 Μαρτίου 1779) πέτυχε την έγκριση να προσαρτήσει τα πριγκιπάτα του Μπαϊρόιτ και του Άνσμπαχ, όταν θα έσβηναν οι πριγκιπικοί οίκοι.
Πνεύμα ρεαλιστικό και αποφασιστικό, ο Φ. κατέλαβε εξαιρετική θέση στη στρατιωτική ιστορία με την οργανωτική ικανότητά του, αλλά η φήμη του στηρίζεται κυρίως στις αρετές του ως πολιτικού και μεταρρυθμιστή, που τον καθιστούν κεντρική μορφή της εποχής του φωτισμένου δεσποτισμού. Βαθύτατα επηρεασμένος από τον γαλλικό πολιτισμό, φίλος του Βολτέρου, του Ντ’ Αλαμπέρ και του Αλγκαρότι, σκεπτικιστής και χωρίς τυπικές δεσμεύσεις, κατεύθυνε το μεταρρυθμιστικό του έργο όχι μόνο προς την ανάπτυξη της οικονομίας και τη δημογραφική ενίσχυση της Πρωσίας (που επί της βασιλείας του ανέβηκε, από τα 2½ εκατ. κατοίκων, στα 6), βοήθησε την πνευματική και καλλιτεχνική εξέλιξη της χώρας του και συγχρόνως επεξεργάστηκε ευρύ νομοθετικό έργο, προσφέροντας νέα δικονομία και νέο αστικό κώδικα (Corpus juris friderianum, 1745, 51) που αντιπροσωπεύει το πρώτο τέτοιου είδους έργο και είναι βαθύτατα και οργανικά εμπνευσμένο από τις αρχές του ρωμαϊκού δικαίου.
3. Φ. Γ’ (Πότσνταμ 1831 – 1888), αυτοκράτορας της Γερμανίας και βασιλιάς της Πρωσίας. Γιος του πρίγκιπα και αργότερα αυτοκράτορα Γουλιέλμου της Πρωσίας και της Αυγούστας της Σαξονίας - Βαϊμάρης, τήρησε πάντα στάση ανεξαρτησίας έναντι του Βίσμαρκ, και αυτό του έδωσε επιπλέον, αν και χωρίς σοβαρά στηρίγματα, τη φήμη του φιλελεύθερου ηγεμόνα.
Ο Φρειδερίκος Β’ ο Μέγας, βασιλιάς της Πρωσίας, που ανύψωσε το κράτος σε μεγάλη δύναμη. Γκραβούρα της εποχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Φρειδερίκος Α’ — (1676 – 1751). Βασιλιάς της Σουηδίας, γιος του Καρόλου του ‘Εσεν. Ως αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος του Έσεν, ο Φ. πήρε μέρος στον πόλεμο για τη διαδοχή της Ισπανίας. Το 1715 πήγε στη Σουηδία, όπου, μετά τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος Γουλιέλμος — Όνομα ενός εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου και 4 βασιλιάδων της Πρωσίας. 1. Φ.Γ. (Βερολίνο 1620 Πότσδαμ 1688). Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και δούκας της Πρωσίας, γνωστός ως Μεγάλος Εκλέκτορας, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου B’ και της Ελισάβετ… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος Αύγουστος — I Όνομα βασιλιάδων της Σαξονίας. 1. Φ.Α. A’ o Δίκαιος (1763 – 1827). Γιος και διάδοχος του εκλέκτορα Φρειδερίκου Χριστιανού, βασίλεψε αρχικά με την κηδεμονία του θείου του πρίγκιπα Ξαβιέρου. Το 1778 ανέλαβε μόνος του την εξουσία, την οποία άσκησε …   Dictionary of Greek

  • Αλβάνας, Φρειδερίκος — (Κέρκυρα 1827 – 1903). Νομομαθής και λόγιος. Ο Α., που ήταν αδελφός της Μαργαρίτας Αλβάνα Μηνιάτη, σπούδασε νομικά στην Πίζα της Ιταλίας και γύρισε στο νησί του, όπου εργάστηκε σε διάφορες υπηρεσίες της Επτανήσου Πολιτείας. Αρχικά διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Άμπελ, Φρειδερίκος Αύγουστος, σερ — (Sir Frederick Augustus Abel, Λονδίνο 1827 – Γουάιτχολ Κορτ 1902). Άγγλος χημικός. Πραγματοποίησε σπουδαίες έρευνες και έλυσε διάφορα τεχνικά προβλήματα σχετικά με τη δυνατότητα ανάφλεξης του πετρελαίου, την παραγωγή του χάλυβα και την εφαρμογή… …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος, Φρειδερίκος Γουλιέλμος — (1779 1843). Πρίγκιπας της Πρωσίας, στρατηγός του πεζικού και αρχηγός του πυροβολικού, γιος του πρίγκιπα Α. Φερδινάνδου και της κόμισσας Άννας Ελισάβετ Λουίζας του Βραδεμβούργου. Πήρε μέρος στις μάχες της Δρέσδης, της Λειψίας κ.ά. Το 1815… …   Dictionary of Greek

  • Βολωνίνης, Φρειδερίκος — (Αθήνα 1902 – 1970).Βιολιστής. Σπούδασε βιολί και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών και στο Εθνικό Ωδείο Παρισιού. Για πολλά χρόνια υπήρξε έξαρχος βιολιστής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Συνέπραξε ως σολίστ με ξένες ορχήστρες και έδωσε πολλές συναυλίες… …   Dictionary of Greek

  • Θείρσιος, Φρειδερίκος — Βλ. λ. Τιρς, Φρίντριχ Βίλχελμ …   Dictionary of Greek

  • Όστερμαν, Ερρίκος Φρειδερίκος — (1687 – 1747). Ρώσος πολιτικός. Ήταν δάσκαλος του Πέτρου B’ και μυστικος σύμβουλός του. Ήταν επίσης αντιπρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Ρωσίας. Η αυτοκράτειρα Άννα τον έκανε πρώτο σύμβουλο της αλλά αργότερα εξορίστηκε στη Σιβηρία… …   Dictionary of Greek

  • Πάσεν, Φρειδερίκος Λουδοβίκος Χάινριχ — (Paschen, Friedrich, 1865 – 1947). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τίμπινγκεν (1901 24) και κατόπιν διευθυντής του Κρατικού Ινστιτούτου Φυσικής και Τεχνολογίας στο Βερολίνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”